- καπνείω
- καπν-είω, poet. for καπνίζω,A turn into smoke, Nic.Th.36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καπνείω — (Α) μεταβάλλω σε καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καπνῶ / έω, με ει πιθ. λόγω μετρικής εκτάσεως] … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek